- τσιγαρέτο
- το(λ. ιταλ.), μικρός κύλινδρος από τσιγαρόχαρτο γεμάτος ψιλοκομμένο καπνό, το τσιγάρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιγαρέτο — το, Ν βλ. σιγαρέτο … Dictionary of Greek
σιγαρέτο — και τσιγαρέτο, το, Ν (παλ. τ.) 1. το τσιγάρο 2. το πούρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. sigaretta, υποκορ. τού sigaro (πρβλ. σιγάρο / τσιγάρο*)] … Dictionary of Greek
τσιγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. μικρός κύλινδρος από φύλλα καπνού, που είναι κατάλληλα τυλιγμένα για κάπνισμα, το πούρο. 2. το τσιγαρέτο (βλ. λ.), το τσιγάρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)